Λέξη: πράσινος

Σχετικές λέξεις: πράσινος

πράσινος καφές, πράσινος δακτύλιος, πράσινος άργιλος, πράσινος καφές forum, πράσινος διακοσμητικός συνθετικός φράχτης, πράσινος τουρισμός, πράσινος λόφος, πράσινος χυμός, πράσινος καφές χύμα, πράσινος καφές superdiet

Συνώνυμα: πράσινος

χλωρός, νέος, αδαής, άπειρος, άωρος, χλοερός

Μεταφράσεις: πράσινος

πράσινος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
green

πράσινος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
verde, verdes, green, verde de, color verde

πράσινος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grünanlage, neidisch, park, grün, grünfläche, grünen, grüne, grüner

πράσινος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
envieux, parc, verdure, vert, verte, verts, green, vertes

πράσινος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
verde, parco, acerbo, green, verdi, di verde

πράσινος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
verdejante, grego, estacionamento, parque, verde, invejoso, green, verdes

πράσινος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijverzuchtig, groen, warande, park, plantsoen, afgunstig, groene, green

πράσινος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безусый, недоспелый, зелень, растительный, недозрелый, необъезженный, зеленый, незаживший, желторотый, незрелый, завистливый, зеленого, зеленым, зеленые, зеленая

πράσινος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grønn, grønne, grønt, green

πράσινος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grön, grönt, gröna, green

πράσινος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kade, vihreä, viheriö, vehmas, viheriä, vihertävä, puisto, vihanta, ympäristöystävällinen, vihreää, vihreän, green, vihreät

πράσινος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grøn, grønlig, grønne, grønt, green, grå

πράσινος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zelený, zeleň, svěží, nezralý, zelená, zelené, zeleným, zeleně

πράσινος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zielony, zieleń, skwer, łąka, zielone, zielona, zielonym

πράσινος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lomb, rét, zöldes, zöld, a zöld, környezetbarát

πράσινος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
park, kıskanç, yeşil, green, yeşil bir

πράσινος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зелений, зелень, зеленуватий, зелене, зелена

πράσινος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blertë, gjelbër, njom, e gjelbër, jeshil, jeshile, të gjelbër

πράσινος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зелен, зелено, зелена, зелени, зелената

πράσινος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парк, зялёны, зялёнае, зеленый

πράσινος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
roheline, rohelus, rohelise, rohelised, roheliste, rohelist

πράσινος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zeleno, svjež, zelenih, zelena, zelen, zelene, zeleni, zelenu

πράσινος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grænn, grænt, græna, grænir, græn

πράσινος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
viridis

πράσινος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žalia, parkas, žalsvas, žalias, žalios, žaliai, žalios spalvos

πράσινος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zaļgans, parks, zaļš, zaļā, zaļa, zaļo, zaļā krāsā

πράσινος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зелени, зелена, зелените, зелен, зелено

πράσινος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
verde, parc, verzi, ecologice, ecologică

πράσινος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trávník, zelen, zelená, green, zelena, zeleno, zeleni

πράσινος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zelený, zeleň, zelená, zelené, green

Στατιστικά δημοτικότητας: πράσινος

Τυχαίες λέξεις