Finni στα ελληνικά
Μετάφραση: finni, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπυρί, ψεγάδι, στίγμα, αμαυρώνω, ακμή, ακμής, την ακμή, της ακμής, η ακμή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- finanssi στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, οικονομικός, χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
- finanssit στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, οικονομικά, οικονομικών, τα οικονομικά, χρηματοδοτεί, οικονομικών της
- finnit στα ελληνικά - σπυράκια, τα σπυράκια, pimples, ακμή, σπυρακιών
- firma στα ελληνικά - εδραίος, παρέα, ομήγυρη, θίασος, εταιρία, οίκος, σταθερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Finni στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπυρί, ψεγάδι, στίγμα, αμαυρώνω, ακμή, ακμής, την ακμή, της ακμής, η ακμή
Μεταφράσεις: σπυρί, ψεγάδι, στίγμα, αμαυρώνω, ακμή, ακμής, την ακμή, της ακμής, η ακμή