Hilpeä στα ελληνικά
Μετάφραση: hilpeä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτυχής, φαιδρός, εύθυμος, κεφάτος, ηλιόλουστος, χαρούμενος, ομοφυλόφιλος, ξεκαρδιστική, ξεκαρδιστικό, ξεκαρδιστικές, ξεκαρδιστικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hillua στα ελληνικά - ευθυμία, διασκέδαση, τρέλες
- hilpeys στα ελληνικά - ζητωκραυγάζω, ευθυμία, gaiety, κέφι, η ευθυμία, ευθυμίας
- hilse στα ελληνικά - κλίμακας, λέπι, κλιμάκωση, κλίμακα, πιτυρίδα, πιτυρίδας, της πιτυρίδας, ...
- hima στα ελληνικά - σπίτι
Τυχαίες λέξεις
Hilpeä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτυχής, φαιδρός, εύθυμος, κεφάτος, ηλιόλουστος, χαρούμενος, ομοφυλόφιλος, ξεκαρδιστική, ξεκαρδιστικό, ξεκαρδιστικές, ξεκαρδιστικά
Μεταφράσεις: ευτυχής, φαιδρός, εύθυμος, κεφάτος, ηλιόλουστος, χαρούμενος, ομοφυλόφιλος, ξεκαρδιστική, ξεκαρδιστικό, ξεκαρδιστικές, ξεκαρδιστικά