Λέξη: ερασιτεχνικός

Σχετικές λέξεις: ερασιτεχνικός

ερασιτεχνικός μετεωρολογικός σταθμός, ερασιτεχνικός χειροκίνητος σπαστήρας σταφυλιών, ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός, ερασιτεχνικός ραδιοφωνικός σταθμός, ερασιτεχνικός αθλητισμός

Μεταφράσεις: ερασιτεχνικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amateur, amateurish, hammy, an amateur, of amateur
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aficionado, hammy, a Hammy, toques extravagantes, Lalo, hammy del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nichtfachmann, dilettantisch, amateur, laienhaft, anfänger, hammy
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
d'amateur, amateur, dilettante, hammy, de Hammy
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amante, dilettante, hammy
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amador, curioso, hammy, o Hammy, Hammy do, Hammy dos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liefhebber, dilettant, amateur, hammy, van Hammy
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непрофессионал, спортсмен-любитель, дилетант, любитель, дилетантский, непрофессиональный, неумелый, любительский, неестественный, Hammy, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amatør, Hammy, Hammys
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amatör, Hammy
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harrastaja, maallikko, amatöörimäinen, epäammattimainen, amatööri, hammy
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hammy
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
diletant, amatér, ochotník, amatérský, hammy
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyletant, amatorski, dyletancki, amator, niefachowiec, hammy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hammy
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amatör, hammy
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недотепний, невмілий, любитель, дилетант, аматорський, аматор, дилетантський, неприродний, неприродній, неприродного
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hammy
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
hammy
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ненатуральны, ненатуральнае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asjaarmastaja, asjaarmastajalik, amatöörlik, amatöör, Hammy
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amater, ljubitelj, diletantski, rekreativci, diletant, hammy
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhugamaður, hammy
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėgėjas, hammy
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hammy
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аматер, hammy
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amator, hammy, cabotinismul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diletantska, neprofesionální, amatér, hammy
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ochotník, neodborník, amatér, neodborný, diletantský, Hammy
Τυχαίες λέξεις