Huolto στα ελληνικά

Μετάφραση: huolto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, χορήγηση, προμήθεια, συντήρηση, παροχή, μέριμνα, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
Huolto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • huoliteltu στα ελληνικά - προσεγμένος, λεπτομερής, περίτεχνος, διεξοδικός, καλλωπισμένο
  • huoltaa στα ελληνικά - παρέχω, παροχή, προμήθεια, χορήγηση, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, ...
  • huomaamaton στα ελληνικά - ταπεινός, διακριτική, διακριτικό, διακριτικές, διακριτικά
  • huomaaminen στα ελληνικά - ειδοποίηση, ανακοίνωση για την, προκήρυξη του, προκήρυξη, ανακοίνωση για
Τυχαίες λέξεις
Huolto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, χορήγηση, προμήθεια, συντήρηση, παροχή, μέριμνα, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών