Ihonmyötäinen στα ελληνικά
Μετάφραση: ihonmyötäinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφιχτός, στενός, εφαρμοστός, από τα στενά, τα στενά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ihomaali στα ελληνικά - greasepaint
- ihomuutos στα ελληνικά - εξάνθημα του δέρματος, εξάνθημα του δέρματος με
- ihottuma στα ελληνικά - εξάνθημα, παράτολμος, απερίσκεπτος, εξανθήματος, εξανθήματα, αναφυλαξία, το εξάνθημα
- ihra στα ελληνικά - λαρδί, γράσο, λιπαντικό, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, ...
Τυχαίες λέξεις
Ihonmyötäinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφιχτός, στενός, εφαρμοστός, από τα στενά, τα στενά
Μεταφράσεις: σφιχτός, στενός, εφαρμοστός, από τα στενά, τα στενά