Λέξη: εγκόσμιος
Σχετικές λέξεις: εγκόσμιος
εγκόσμιος συνώνυμα, εγκόσμιος λεξικο
Συνώνυμα: εγκόσμιος
κοσμικός, επίγειος
Μεταφράσεις: εγκόσμιος
εγκόσμιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
temporal, mundane, worldly
εγκόσμιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
temporal, mundano, mundana, mundanas, lo mundano, mundanos
εγκόσμιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weltlich, irdisch, zeitlich, temporär, alltäglich, banal, profan, weltlichen
εγκόσμιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
profane, temporel, intérimaire, provisoire, temporaire, momentané, séculier, banal, mondain, mondaine, banale, banales
εγκόσμιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mondano, terreno, banale, mondana, banali, terrena
εγκόσμιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mundano, mundana, mundanas, mundanos, mundane
εγκόσμιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mondain, alledaagse, mondaine, wereldse, alledaags
εγκόσμιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мирской, временной, преходящий, височный, бренный, светский, тленный, мирского, мирским, мирское, мирские
εγκόσμιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
verdslig, dagligdagse, mondene, kjedelige, verdslige
εγκόσμιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vardagliga, mundane, världsliga, världslig, triviala
εγκόσμιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajallinen, arkipäiväinen, arkipäiväisiin, metsäaukion, maallista, maallisen
εγκόσμιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
verdslige, hverdagsagtige, trivielle, banalt, helt jordnære
εγκόσμιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
světský, dočasný, všední, světské, světská, obyčejné
εγκόσμιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ziemski, świecki, doczesny, skroniowy, tymczasowy, czasowy, światowy, przyziemne, prozaicznych, przyziemnych
εγκόσμιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halánték, halántékcsont, földi, hétköznapi, világi, földhözragadt, evilági
εγκόσμιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dünyevi, sıradan, maddesel, sıradan bir, dünyasal
εγκόσμιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тлінний, часовою, часової, часовий, часовій, мирської, мирського, світської, мирський, мирському
εγκόσμιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zakonshëm, zakonshëm, kësaj bote, rëndomtë, zakonshmet
εγκόσμιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
светски, земен, банално, светско, светска
εγκόσμιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свецкага, свецкай, сьвецкай, мірскі, мірскай
εγκόσμιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ilmalik, ajaline, Ilmalik, Igapäevane, Maailmallinen, ilmaliku, labased
εγκόσμιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privremen, temporalne, zemaljski, vremenski, svjetski, mondene, svjetovnim, svjetovna
εγκόσμιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mundane, hversdagsleg, hversdagslegri, hversdagslega, hversdagslegt
εγκόσμιος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
terrenus
εγκόσμιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasdieniškas, žemiškas, kasdieniška, pasaulietinės, banali
εγκόσμιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pasaulīgs, ikdienišķa, ikdienišķs, ikdienišķu, laicīgs
εγκόσμιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
световниот, световните, посекојдневни, досаден, секојдневното
εγκόσμιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lumesc, mundane, mundană, banal, mundan
εγκόσμιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Vsakdanje, Zemeljsko, preprostega, dolgočasnega, mondeno
εγκόσμιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
časový, svetský, sekulárny, občiansky
Τυχαίες λέξεις