Ikävä στα ελληνικά
Μετάφραση: ikävä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουντός, αδιάφορος, πληκτικός, ανέντιμος, ξηρός, τετριμμένος, ζοφερός, βρόμικος, λυπάμαι, αδέξιος, βραδύς, οκνηρία, μουχρός, κοινότυπος, θλιβερός, άβολος, λαχτάρα, επιθυμία, μεράκι, πόθο, νοσταλγία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ikävystyttää στα ελληνικά - πλήττω, οπή, οπής, διάτρηση, άνοιγμα, διαμετρήματος
- ikävyys στα ελληνικά - ανιαρότητα, νωθρότητα, τη νωθρότητα, θαμπάδα, τη θαμπάδα
- ikävöidä στα ελληνικά - ατονώ, δεσποινίς, αστοχώ, μεγάλος, χάνω, μακρύς, ποθώ, ...
- ikääntynyt στα ελληνικά - ηλικίας, ηλικιωμένος, ετών, ηλικιωμένων, ηλικία
Τυχαίες λέξεις
Ikävä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουντός, αδιάφορος, πληκτικός, ανέντιμος, ξηρός, τετριμμένος, ζοφερός, βρόμικος, λυπάμαι, αδέξιος, βραδύς, οκνηρία, μουχρός, κοινότυπος, θλιβερός, άβολος, λαχτάρα, επιθυμία, μεράκι, πόθο, νοσταλγία
Μεταφράσεις: μουντός, αδιάφορος, πληκτικός, ανέντιμος, ξηρός, τετριμμένος, ζοφερός, βρόμικος, λυπάμαι, αδέξιος, βραδύς, οκνηρία, μουχρός, κοινότυπος, θλιβερός, άβολος, λαχτάρα, επιθυμία, μεράκι, πόθο, νοσταλγία