Innoittaa στα ελληνικά

Μετάφραση: innoittaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
Innoittaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • injektioruisku στα ελληνικά - σύριγγα, υποδερμική, υποδερμικής, υποδερμικές, υποδόρια, υποδερμικών
  • inkivääri στα ελληνικά - τζίντζερ, πιπερόριζα, το τζίντζερ, πιπερόριζας, πιπεροριζών
  • innoitus στα ελληνικά - έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
  • innokas στα ελληνικά - αγχώδης, μεγάλος, φλογερός, ανήσυχος, πρόθυμος, παθιασμένος, απίθανος, ...
Τυχαίες λέξεις
Innoittaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν