Λέξη: τελωνείο

Σχετικές λέξεις: τελωνείο

τελωνείο κακαβιάς, τελωνείο ηρακλείου, τελωνείο ευζώνων, τελωνείο κακαβιάς (ελληνοαλβανικά σύνορα), τελωνείο αεροδρομίου, τελωνείο αθηνών, τελωνείο κήπων, τελωνείο πατρών, τελωνείο θεσσαλονίκης, τελωνείο βόλου

Συνώνυμα: τελωνείο

δασμός

Μεταφράσεις: τελωνείο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
customs, office, customs office, office of, customs office of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aduanero, aduana, costumbres, aduanera, las costumbres
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bräuche, gebräuche, zolltarife, zollerhebung, gewohnheiten, zollämter, sitten, zölle, zoll, Zoll, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moeurs, habitudes, douanier, douane, coutumes, douanière, douanes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dogana, doganale, doganali, costumi, in dogana
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aduana, adaptar, alfândega, personalizar, costumes, aduaneira, aduaneiro, aduaneiras
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
douane, de douane, douane-, douanekantoor
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таможня, нравы, пошлина, таможенный, таможенной, обычаи, таможенное
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toll, skikker, tollen, toll-
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tullen, tull, tull-, seder
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulli, tullin, tulli-, tulliviranomaisten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
told, told-, toldmyndighederne, toldvæsenet, skikke
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
celnice, celní, clo, celním, celního, celních, celně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
granica, cło, obyczajowość, urząd celny, celny, celne, celna, celnego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vám, vámhatóság, vámügyi, vám-, vámáru
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gümrük, Customs, Gümrükler, gelenekler
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
митний, мито, митниці, митниця, таможня
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
doganë, doganore, doganor, Dogana, doganave
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
митница, митническата, митнически, митническо, митническото
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мытнiца, мытня, таможня, мытнікі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tavad, toll, tollilõiv, tolli, tolli-, tollialaste, tollile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prilagodbu, prilagodba, carina, carinski, carinska, običaji, carinske
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tollur, siðum, siði, venjur, tolla, toll
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muitas, muitinės, muitų, muitinė, muitinio, muitinių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muita, muitas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
царинскиот, царинските, обичаи, царинската, царинска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moravuri, vamă, vamal, vamale, vamală, în vamă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
col, carinarnica, carinski, carinska, carina, carinsko, carinske
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
clo, colné, colnej, colný, colná, colnú

Στατιστικά δημοτικότητας: τελωνείο

Τυχαίες λέξεις