Investoida στα ελληνικά
Μετάφραση: investoida, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Μεταφράσεις
- inventointi στα ελληνικά - Απογραφή, απογραφής, Inventory, Αποθεμάτων, Απόθεμα
- invertoiminen στα ελληνικά - αντιστροφή, αναστροφή, αναστρέφοντας, αναστρέφουσα, αναστροφική, αναστρέφουσας, αντιστρέφουσα
- investointi στα ελληνικά - επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
- ipana στα ελληνικά - πιτσιρίκος, κατσικάκι, παιδί, ψαράκι
Τυχαίες λέξεις
Investoida στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Μεταφράσεις: επενδύω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν