Λέξη: σαρκώδης
Σχετικές λέξεις: σαρκώδης
σαρκώδης καρποί
Συνώνυμα: σαρκώδης
σαρκοειδής
Μεταφράσεις: σαρκώδης
σαρκώδης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fleshy
σαρκώδης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnoso, carnosa, carnosas, carnosos, carnudo
σαρκώδης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleischig, fleischigen, fleischige, fleischiger, fleischiges
σαρκώδης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rebondi, graisseux, charnu, gras, adipeux, boulot, gros, charnue, charnues, charnus, chair
σαρκώδης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carnoso, carnosa, carnose, carnosi, polposo
σαρκώδης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carnudo, carnuda, fleshy, carnudas, carnosa
σαρκώδης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlezig, vlezige, dik
σαρκώδης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мясистый, красноватый, налитой, толстый, мясистые, мясистая, мясистыми, мясистое
σαρκώδης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøttfulle, kjøttfull, kjottfulle, kjøtt, kjøttfullt
σαρκώδης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
köttiga, köttig, fleshy, köttigt, kottiga
σαρκώδης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lihava, tanakka, mehevä, lihaista, meheviä, fleshy, lihainen
σαρκώδης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kødfulde, kødfuld, kødfuldt, kødet, en kødet
σαρκώδης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dužnatý, dužinatý, tlustý, masitý, tučný, masité, zmasilá, masitá, dužnaté
σαρκώδης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mięsisty, tłusty, mięsiste, Cielista, mięsistych, mięsista
σαρκώδης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
molett, húsos, húsosabb, húsosak, a húsos
σαρκώδης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etli, etli bir, etsi, tombul
σαρκώδης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
товстий, товстенький, м'ясистий, м'ясисте, м'ясиста, м'ясистої
σαρκώδης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me mish, mishtak, mish, mishi, dhjamosur
σαρκώδης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
месест, месести, месеста, месестата, месесто
σαρκώδης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мясісты
σαρκώδης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lihajas, lihav, turske, lihavad, mahlakad, mahlaka, lihavate
σαρκώδης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mesnat, mesnate, mesnati, mesnato, fleshy
σαρκώδης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
holdugur
σαρκώδης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėsingas, mėsingos, mėsingi, mėsinga, sultingais
σαρκώδης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
resns, mīkstus, gaļīgas, sulīgus, gaļīga
σαρκώδης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
месести, заоблениот, меснато, месест, месеста
σαρκώδης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cărnos, cărnoase, cărnoasă, carnoase, carnos
σαρκώδης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mesnate, mesnata, mesnato, mesnati, mesnat
σαρκώδης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korpulentní, mäsitý