Εξουσιοδοτούμαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: εξουσιοδοτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
panostaa, satsata, sijoittaa, investoida, varustaa, olen, am
Εξουσιοδοτούμαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτούμαι

εξουσιοδοτούμαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εξουσιοδοτούμαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξουσία στα φινλανδικά - lupa, väkevyys, virta, potenssi, toimisto, valta, perusteos, ...
  • εξουσιάζω στα φινλανδικά - varmistua, varmistaa, ohjata, hillitä, hallita, huolehtia, katsoa, ...
  • εξουσιοδοτώ στα φινλανδικά - valtuuttaa, varustaa, sallia, luvan, sallittava, hyväksyä
  • εξουσιοδότηση στα φινλανδικά - komennus, valtuuskunta, tilaus, komissio, komitea, lautakunta, valiokunta, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτούμαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: panostaa, satsata, sijoittaa, investoida, varustaa, olen, am