Iso στα ελληνικά

Μετάφραση: iso, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόστυχος, απίθανος, τεράστιος, πελώριος, ακαθάριστος, δυνατός, εξαιρετικός, χοντρός, ισχυρός, αισχρός, μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Iso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • iskulause στα ελληνικά - σύνθημα, σλόγκαν, συνθήματος, το σύνθημα, σύνθημά
  • iskä στα ελληνικά - μπαμπάς, μπαμπά, τον μπαμπά, ο μπαμπάς, Dad
  • isoisä στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
  • isolaatio στα ελληνικά - απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Τυχαίες λέξεις
Iso στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόστυχος, απίθανος, τεράστιος, πελώριος, ακαθάριστος, δυνατός, εξαιρετικός, χοντρός, ισχυρός, αισχρός, μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα