Itsepintainen στα ελληνικά

Μετάφραση: itsepintainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, πεισμωμένος, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
Itsepintainen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • itsenäinen στα ελληνικά - ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
  • itsenäisyys στα ελληνικά - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
  • itsepintaisuus στα ελληνικά - επιμονή, εμμονή, αντοχής, αντοχής από, την επιμονή, συνεκτικότητα
  • itsepäinen στα ελληνικά - πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, εγωκεντρική
Τυχαίες λέξεις
Itsepintainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, πεισμωμένος, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο