Λέξη: εμφυσώ
Σχετικές λέξεις: εμφυσώ
εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο
Συνώνυμα: εμφυσώ
φουσκώνω, εντυπώνω στο νού
Μεταφράσεις: εμφυσώ
εμφυσώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inject, inculcate, inflate
εμφυσώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inyectar, inculcar, inculcarles, de inculcar, inculcar la, inculcar el
εμφυσώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
injizieren, einfügen, spritzen, einschärfen, einprägen, einzuprägen, inculcate, einzuschärfen
εμφυσώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
seringuer, injecter, injectent, injectez, injectons, inculquer, inculquer des, d'inculquer, leur inculquer, inculquer les
εμφυσώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
iniettare, inculcare, di inculcare, inculcare la, infondere, inculcare i
εμφυσώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
iniciar, novato, injectar, inculcar, incutir, inculcam, inculcate, inculcar a
εμφυσώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inspuiten, injecteren, inprenten, prenten, te prenten, doordringen, bijbrengen
εμφυσώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
впрыснуть, вдувать, вставлять, впрыскивать, вводить, впускать, прививать, привить, внедрить, внушить, внедрять
εμφυσώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innprente, å innprente, innpode, innprenter
εμφυσώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inskärpa, inpränta, ingjuta, inculcate, inprägla
εμφυσώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teroittaa, inculcate, istuttaa, juurruttaa
εμφυσώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indpode, indprente, indskærpe, indoptage, at indpode
εμφυσώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vstřikovat, vystříkat, vstříknout, vštípit, vštěpovat, kázat, vštěpování, vštěpuje
εμφυσώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wstrzykiwać, magazynować, zastrzykiwać, zaszczepić, wpajać, wszczepiać, wpoić, wpojenie
εμφυσώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelkére köt, lelkére köt a, lelkére, eszükbe vésni, a lelkére köt
εμφυσώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
telkin etmek, telkin, aşılamak, benimsetmek, inculcate
εμφυσώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вступний, початковий, прищеплювати, щепити, прививати, щеплювати, щеплення
εμφυσώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrënjos, ngulit, ngulitin, të rrënjos, rrënjosin
εμφυσώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
налагам, насажда, се насажда, внедрявам, насаждам
εμφυσώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прывіваць, прышчапляць, прышчэпліваць
εμφυσώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süstima, inculcate, sisendada, Teroittaa, sisendavad, süstida neisse
εμφυσώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ubrizgati, utuviti, uliti, uliti u glavu, usaditi, usađivanje
εμφυσώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innræta, inculcate
εμφυσώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įdiegti, įteigti, įskiepyti, skleisti, skiepyti
εμφυσώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iepotēt, ieaudzināt, ieaudzinātu, mērķi ieaudzināt, tādos vārdos
εμφυσώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
влее, насаждам, налагам, им влее, да им влее
εμφυσώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inspira, inculce, inculcate, insufle, imprime
εμφυσώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzgoja, Utuviti, vtisne v zavest ljudi, je vzgoja, vtisniti v spomin
εμφυσώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vštepiť, vštiepiť, vštípit, vštepovať