Itseriittoinen στα ελληνικά
Μετάφραση: itseriittoinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτάρεσκος, αυτάρκης, αυτάρκεις, αυτάρκη, αυτάρκεια, αυτάρκες
![Itseriittoinen στα ελληνικά Itseriittoinen στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-fi-gr-3015.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- itsepäisyys στα ελληνικά - πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα, την ισχυρογνωμοσύνη, ανένδοτης
- itserakkaus στα ελληνικά - φιλαυτία, ματαιοδοξία, κενοδοξία, ματαιότητα, αλαζονεία, έπαρση, η έπαρση, ...
- itsesi στα ελληνικά - τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, εαυτό, μόνοι σας
- itsetarkkailu στα ελληνικά - Αυτοέλεγχος, αυτοπαρακολούθηση, αυτοπαρακολούθησης, η αυτοπαρακολούθηση, της αυτοπαρακολούθησης
Τυχαίες λέξεις
Itseriittoinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτάρεσκος, αυτάρκης, αυτάρκεις, αυτάρκη, αυτάρκεια, αυτάρκες
Μεταφράσεις: αυτάρεσκος, αυτάρκης, αυτάρκεις, αυτάρκη, αυτάρκεια, αυτάρκες