Jäljenne στα ελληνικά
Μετάφραση: jäljenne, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
Μεταφράσεις
- jäkälä στα ελληνικά - λειχήνες, λειχήνα, λειχήνων, λειχήνας, lichen
- jäljennös στα ελληνικά - αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
- jäljentää στα ελληνικά - αντίτυπο, αντιγράφω, αντίγραφο, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Jäljenne στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή