Λέξη: επιμελούμαι

Σχετικές λέξεις: επιμελούμαι

επιμελούμαι αρχαια, επωφελούμαι συνωνυμα, επιμελούμαι παραγωγα, επιμελούμαι σύνταξη, επιμελούμαι κλιση, επιμελούμαι τινός, επιμελούμαι αρχικοι χρονοι, επωφελούμαι συνωνυμο, επικαλούμαι αγγλικα, επικαλούμαι in english

Μεταφράσεις: επιμελούμαι

επιμελούμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tend, edit, epimeloumai

επιμελούμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
editar, servir, guardar, inclinarse, propender, redactar, vigilar, cuidar, epimeloumai

επιμελούμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflegen, editieren, redigieren, betreuen, abzielen, edieren, bedienen, epimeloumai

επιμελούμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soigner, garder, modifier, monter, livrer, desservir, rédiger, éditez, servir, éditons, émettre, éditent, éditer, dépenser, incliner, viser, epimeloumai

επιμελούμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tendere, compilare, epimeloumai

επιμελούμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
edite, edimburgo, dez, tender, editar, epimeloumai

επιμελούμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stileren, opstellen, bedienen, opmaken, redigeren, epimeloumai

επιμελούμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
холить, способствовать, монтировать, издать, ухаживать, клониться, выдать, редактировать, заботиться, отредактировать, направляться, обслуживать, вести, epimeloumai

επιμελούμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betjene, redigere, epimeloumai

επιμελούμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
redigera, epimeloumai

επιμελούμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimittaa, hoitaa, vaalia, huolehtia, viettää, epimeloumai

επιμελούμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ošetřovat, mířit, směřovat, inklinovat, upravovat, vydat, redigovat, hlídat, vydávat, něžný, obsluhovat, opatrovat, epimeloumai

επιμελούμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
doglądać, adiustować, opiekować, zmodyfikować, dążyć, zmierzać, pilnować, edytować, skłaniać, redagować, zredagować, kłaniać, modyfikować, montować, zmieniać, dozorować, epimeloumai

επιμελούμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монтувати, направлятися, редагувати, іти, дбати, монтаж, редагування, доглядати, направлятись, epimeloumai

επιμελούμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
synoj, prirem, epimeloumai

επιμελούμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падымаццa, epimeloumai

επιμελούμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toimetama, teenindama, redigeerima, talitama, kalduma, epimeloumai

επιμελούμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ciljati, urediti, stremiti, prirediti, obrada, editiranje, izdavati, težiti, nastojati, obradi, srediti, epimeloumai

επιμελούμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
epimeloumai

επιμελούμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sklon, epimeloumai

επιμελούμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smerovať, sklon, epimeloumai
Τυχαίες λέξεις