Järjestäjä στα ελληνικά
Μετάφραση: järjestäjä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσημος, αξιωματικός, διοργανωτής, διοργανωτή, οργανωτή, οργανωτής, organizer
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- järjestetty στα ελληνικά - οργανωμένος, οργανωμένη, οργανώνονται, διοργάνωσε, του οργανωμένου
- järjestys στα ελληνικά - ετοιμασία, προσταγή, παραγγέλλω, τακτοποίηση, διαδοχή, παραγγελία, αλληλουχία, ...
- järjestäytynyt στα ελληνικά - οργανωμένος, οργανωμένη, οργανώνονται, διοργάνωσε, του οργανωμένου
- järjestäytyä στα ελληνικά - οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
Τυχαίες λέξεις
Järjestäjä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσημος, αξιωματικός, διοργανωτής, διοργανωτή, οργανωτή, οργανωτής, organizer
Μεταφράσεις: επίσημος, αξιωματικός, διοργανωτής, διοργανωτή, οργανωτή, οργανωτής, organizer