Kähveltää στα ελληνικά
Μετάφραση: kähveltää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σηκώνω, ασανσέρ, σφετερίζομαι, λάχανο, υψώνω, θεωρητικός, με, με το, με την, με τις, με τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- käheä-ääninen στα ελληνικά - βραχνός, τραχύς, βραχνή, βραχνό, τη βραχνή, σπασμένη
- kähmiä στα ελληνικά - καταδότης, ψαχουλεύω, ψηλαφώ, ψηλαφίζουμε, ψηλαφούν, ψάχνουμε να βρούμε, ψηλαφήσει
- käki στα ελληνικά - κούκος, κούκου, κούκων, κούκο, ειδών σελάχι
- kämmen στα ελληνικά - φοίνικας, παλάμη, παλάμης, φοίνικα, φοίνικες, φοινικέλαιο
Τυχαίες λέξεις
Kähveltää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σηκώνω, ασανσέρ, σφετερίζομαι, λάχανο, υψώνω, θεωρητικός, με, με το, με την, με τις, με τα
Μεταφράσεις: σηκώνω, ασανσέρ, σφετερίζομαι, λάχανο, υψώνω, θεωρητικός, με, με το, με την, με τις, με τα