Käytävä στα ελληνικά
Μετάφραση: käytävä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάβαση, διάδρομος, αίθουσα, κείμενο, διάδρομο, διαδρόμου, άξονα, διαδρόμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- käytännössä στα ελληνικά - σχεδόν, στην πράξη, πρακτικά
- käytäntö στα ελληνικά - συνέδριο, άσκηση, συνέλευση, έθιμο, σύμβαση, συνθήκη, πρακτική, ...
- käytös στα ελληνικά - διεξάγω, συμπεριφορά, ρόλος, φέρσιμο, έδρανο, στάση, διαγωγή, ...
- käytöstavat στα ελληνικά - τρόπος, διεξάγω, διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο, τρόπους, ήθη, ...
Τυχαίες λέξεις
Käytävä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάβαση, διάδρομος, αίθουσα, κείμενο, διάδρομο, διαδρόμου, άξονα, διαδρόμων
Μεταφράσεις: διάβαση, διάδρομος, αίθουσα, κείμενο, διάδρομο, διαδρόμου, άξονα, διαδρόμων