Λέξη: ανάστημα

Σχετικές λέξεις: ανάστημα

κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικο, ανάστημα αγοριών, ηθικό ανάστημα

Συνώνυμα: ανάστημα

μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ύψος, μπόι

Μεταφράσεις: ανάστημα

ανάστημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
build, stature, height, body height, stature of, a body height

ανάστημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
construir, estatura, talla, la estatura

ανάστημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauen, Statur, Wuchs, Gestalt, Format

ανάστημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maçonner, édifier, fonder, édifions, édifient, charpenter, flanquer, bâtir, structure, construire, élever, poser, ériger, architecturer, édifiez, stature, taille, envergure, la stature, importance

ανάστημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fabbricare, edificare, costruzione, costruire, statura, altezza, la statura, levatura, di statura

ανάστημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
edificar, erigir, configuração, estatura, a estatura, stature, altura, porte

ανάστημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanleggen, bouwen, maken, construeren, metselen, gestalte, statuur, status, postuur, grootte

ανάστημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сооружать, выстроить, настроить, стиль, форма, расстроить, конструкция, воздвигать, обстраивать, прокладывать, отстраивать, комплекция, соорудить, стать, вить, построить, рост, Положение, Stature, Роста, фигура

ανάστημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vekst, ry, vokste, legemshøyde, alder

ανάστημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bygga, uppföra, resning, växten, kroppsstorlek, vuxenhet, kroppsbyggnad

ανάστημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perustaa, pystyttää, duunata, rakentaa, veistää, pituus, maine, kunniaksi, painoarvoa, ikää

ανάστημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bygge, konstruere, statur, vækst, anseelse

ανάστημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sloh, postavit, stavět, budovat, vybudovat, postava, vzrůst, postavy, vzrůstu, postavu

ανάστημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skonstruować, dobudować, obudować, zbudować, wymurować, rozbudowywać, bazowanie, murować, zbudowanie, konstrukcja, opierać, skompilować, zamurować, wznosić, budować, wybudowanie, wzrost, Postura, na Postura, postawa, Stature

ανάστημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
termet, termetű, termete, testének állapotjában, testben

ανάστημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurmak, yapmak, boy, boylu, stature, endamı

ανάστημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збудуйте, розбудувати, побудувати, збудувати, зростання, ріст, зріст

ανάστημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konstruktoj, ndërtoj, shtat, Shtati, lartësia e, shtat të, gjatësi

ανάστημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
форма, ръст, ръста, в ръст, ранг

ανάστημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будаваць, рост

ανάστημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasvama, ehitama, kogunema, väärikus, kasvu, kasv, tähtsus, kasvult

ανάστημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izgraditi, izgradimo, izgradnja, podizati, stas, stasa, ugled

ανάστημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byggja, hlaða, vexti, vöxt ok afl ok

ανάστημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konstrukcija, statyti, konstitucija, ūgis, ūgio, stuomuo, svarba, stotas

ανάστημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
būvēt, montēt, celt, augums, auguma, augumu, stāja, siluets

ανάστημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
раст, реноме, углед, угледот, става

ανάστημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zidi, statură, statura, staturii, talia, talie

ανάστημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
graditi, sestavit, stas, postave, Sta, stature

ανάστημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
postaviť, postava
Τυχαίες λέξεις