Λέξη: μοντέλο

Σχετικές λέξεις: μοντέλο

μοντέλο osi, μοντέλο εσόδων, μοντέλο rasch, μοντέλο βουλής των ελλήνων, μοντέλο του porter, μοντέλο ηνωμένων εθνών, μοντέλο άννα διαμαντοπούλου, μοντέλο επεξεργασίας πληροφοριών, μοντέλο οντοτήτων συσχετίσεων, μοντέλο συνώνυμα

Συνώνυμα: μοντέλο

υπόδειγμα, μανεκέν

Μεταφράσεις: μοντέλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
model, model of, model is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ejemplar, molde, modelar, modelo, maqueta, modelo de, el modelo, del modelo, modelos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
experimentell, formen, leitbild, modellfall, muster, model, modellieren, modell, vorbild, mannequin, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
modèlent, modelons, exemplaire, gabarit, type, former, mannequin, pétrir, standard, schéma, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
campione, plasmare, indossatrice, modello, modellino, modellare, modella, modello di, il modello, modelli
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moda, plasmar, modalidade, modelos, modelação, modo, modelar, moldar, modelo, modelo de, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
model, modellering, modelleren, mal, maquette, toonbeeld, voorbeeld, mannequin, boetseren, model van, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
модель, эскиз, шаблон, манекенщик, образчик, пример, эталон, образец, манекен, манекенщица, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mønster, modellere, modell, modellen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
modell, föredöme, utforma, mannekäng, mönster, modellen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mallinukke, kokeellinen, malli, näyte, esikuva, kuosi, perikuva, muovailla, suunnittelu, kaava, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
model, modellen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zformovat, vzorný, tvarovat, modelovat, model, vytvořit, modelka, vzor, modelu, obrázky, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzór, makieta, model, modelka, modelu, modelem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
modell, modellt, modell szerint, modellje, modellben
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
model, örnek, modeli, modelinin, modelin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
краєвид, фасон, засіб, звичай, метод, мода, спосіб, модель, улюблену модель
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
model, modeli, model i, modeli i, modelin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
модел, модела, образец, модел на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мадэль, выкананне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mudel, modell, mudeli, mudeli järgi, mudelit, näidisele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzoran, uzorima, model, modela, modelu, modelom, je model
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afbragð, líkan, fyrirmynd, líkanið, gerð, módel
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
forma, exemplum, exemplar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
modelis, modelio, modelį, pavyzdys, Model
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šablons, modelis, modeļa, modeli, paraugs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
модел, моделот, модел на, модели
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
model, modelul, model de, modelului, modelul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
model, vzor, modela, vzorec, modelu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
model, manekýnka, vzor, modelka, modelu

Στατιστικά δημοτικότητας: μοντέλο

Τυχαίες λέξεις