Kehittymätön στα ελληνικά
Μετάφραση: kehittymätön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χονδροειδής, ακατέργαστος, αρχέγονος, ωμός, πρωτόγονος, αγροίκος, αγενής, υπανάπτυκτη, υπανάπτυκτες, ανεκμετάλλευτο, αναξιοποίητη, υπανάπτυκτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kehikko στα ελληνικά - λίκνο, πλαισιώνω, αμάξωμα, πλαίσιο, σασί, σκελετός, σώμα, ...
- kehittyminen στα ελληνικά - ανάπτυξη, εξέλιξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, έκλυση, εξελίξεις
- kehittynyt στα ελληνικά - προχωρημένος, προηγμένες, προχωρημένο, προηγμένων, προχωρημένη, προηγμένη
- kehittyä στα ελληνικά - εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι, ξεδιπλώνονται, ξεδιπλωθεί, ξεδιπλώνεται, απλώνονται, ξεδιπλώσει
Τυχαίες λέξεις
Kehittymätön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ακατέργαστος, αρχέγονος, ωμός, πρωτόγονος, αγροίκος, αγενής, υπανάπτυκτη, υπανάπτυκτες, ανεκμετάλλευτο, αναξιοποίητη, υπανάπτυκτων
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ακατέργαστος, αρχέγονος, ωμός, πρωτόγονος, αγροίκος, αγενής, υπανάπτυκτη, υπανάπτυκτες, ανεκμετάλλευτο, αναξιοποίητη, υπανάπτυκτων