Λέξη: κάλυμμα

Σχετικές λέξεις: κάλυμμα

κάλυμμα καρέκλας, κάλυμμα κρεβατιού, κάλυμμα τιμονιού, κάλυμμα καλωδίων, κάλυμμα λεβιέ ταχυτήτων, κάλυμμα πλυντηρίου, κάλυμμα λεκάνης τουαλέτας, κάλυμμα καναπέ, κάλυμμα σέλας ποδηλάτου, κάλυμμα ταμπλό αυτοκινήτου

Συνώνυμα: κάλυμμα

καπάκι, πώμα, τάπα, καπέλο, κάψουλα, σκέπασμα, βλέφαρο, μπέρτα, περιώμιο, κάλυψη, εξώφυλλο, στέγη, σάβανο, κάλυμμα της μηχανής αεροπλάνου, επίστρωση, τύλιγμα, περικαλύπτων, περίβλημα, δέρμα, υμήν

Μεταφράσεις: κάλυμμα

κάλυμμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wrapper, cover, cap, lid, covering, shroud

κάλυμμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
envoltura, cubierta, tapa, cobertura, cubierta de, la cubierta

κάλυμμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
buchumschlag, papierstreifen, verpackung, schutzumschlag, hülle, Abdeckung, Deckel, Deckung, Hülle

κάλυμμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enveloppe, jaquette, banderole, gaine, robe, manteau, emballage, empaquetage, couverture, revêtement, pochette, couvercle, capot, couvert, la couverture

κάλυμμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
involucro, confezione, copertina, copertura, coperchio, coperchio del, coperchio della

κάλυμμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
envoltório, embrulhar, cobertura, tampa, capa, tampa do, cobertura de

κάλυμμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wikkel, kruisband, verpakking, banderol, deksel, omslag, dekking, bedekking, dekken

κάλυμμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обёртка, халат, обертка, упаковщик, капот, бандероль, обвертка, суперобложка, чехол, крышка, покрытие, крышку, обложка

κάλυμμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
emballasje, deksel, dekselet, dekslet

κάλυμμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omslag, lock, locket, täck, luckan

κάλυμμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakkaus, kansi, kuomu, cover, kattaa, suojus

κάλυμμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dæksel, cover, dækning, dækslet, dække

κάλυμμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plášť, balení, obal, obálka, víko, krytí, kryt, krycí

κάλυμμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osłona, zawinięcie, chusta, banderola, owijacz, szlafrok, opakowanie, futerał, obwoluta, narzutka, okładka, pokrywa, pokrowiec, obudowa

κάλυμμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csomagolás, csomagolóanyag, fedő, huzat, takaró, fedél, fedelet

κάλυμμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapak, kapağı, kapağını, örtüsü, örtü

κάλυμμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
загорнений, кришка, кришку

κάλυμμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbulesë, mbuluar, të mbuluar, mbulojë, mbulojnë

κάλυμμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капак, покривка, покритие, покритието, корица

κάλυμμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вечка, крышка, канцы, накрыўка

κάλυμμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümbris, kaaned, kate, kaas, katte, kaane, cover

κάλυμμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rubac, omot, poklopac, pokriti, cover, pokriće, pokrivač

κάλυμμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kápa, ná, þekja, lokið, lokinu

κάλυμμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dangtis, danga, viršelis, padengti, dangtelis

κάλυμμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vāks, aizsegs, segums, pārsegs, cover

κάλυμμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капак, покритие, покрие, корица, покривка

κάλυμμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capac, acoperire, capacul, de acoperire, acoperi

κάλυμμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obal, pokrov, kritje, cover, ovitek, pokrova

κάλυμμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obal, obálka, veko, kryt, víko, viečko, vrchnák

Στατιστικά δημοτικότητας: κάλυμμα

Τυχαίες λέξεις