Kesken στα ελληνικά

Μετάφραση: kesken, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάμεσα, μεταξύ, πρόωρος, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του
Kesken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keskeinen στα ελληνικά - κύριος, κεντρικός, κυριότερος, κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, ...
  • keskellä στα ελληνικά - ανάμεσα, στη μέση, στο κέντρο, στο μέσο, στα μέσα, στο μέσον
  • keskeneräinen στα ελληνικά - ημιτελής, ημιτελή, ημιτελές, ημιτελών, ημιτελείς
  • keskenkasvuinen στα ελληνικά - νέος, μικρός, έφηβος, εφήβων, εφήβου, εφηβική, έφηβο
Τυχαίες λέξεις
Kesken στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάμεσα, μεταξύ, πρόωρος, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του