Keskeyttää στα ελληνικά

Μετάφραση: keskeyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακόπτω, καταστρέφω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Keskeyttää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keskenkasvuinen στα ελληνικά - νέος, μικρός, έφηβος, εφήβων, εφήβου, εφηβική, έφηβο
  • keskenään στα ελληνικά - ανάμεσα, μεταξύ τους, μεταξύ τους όσο, εταξύ τους
  • keskeytys στα ελληνικά - διάλειμμα, διακοπή, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
  • keskiaikainen στα ελληνικά - μεσαιωνικός, μεσαιωνικό, μεσαιωνική, μεσαιωνικά, μεσαιωνικής
Τυχαίες λέξεις
Keskeyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακόπτω, καταστρέφω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε