Kestävyys στα ελληνικά
Μετάφραση: kestävyys, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμμονή, ρώμη, δυνάμεις, επιμονή, αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kestäminen στα ελληνικά - στάση, έδρανο, μήκος, σχέση, διάρκεια, αντέχουν, Η αντοχή, ...
- kestämätön στα ελληνικά - ανυπόφορος, αδύνατον, αστήρικτος, αστήρικτη, αβάσιμη, απαράδεκτη, ανυπόφορη
- kestävyyskilpailu στα ελληνικά - μαραθώνιος, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
- kestävä στα ελληνικά - διαρκείας, συνεχής, μόνιμος, αδιάπτωτος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Kestävyys στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμμονή, ρώμη, δυνάμεις, επιμονή, αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Μεταφράσεις: εμμονή, ρώμη, δυνάμεις, επιμονή, αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα