Λέξη: σχολαστικός

Σχετικές λέξεις: σχολαστικός

σχολαστικός συνώνυμο, σχολαστικός συνώνυμα, σχολαστικός αγγλικα, σχολαστικός στα αγγλικα, ευάγριος σχολαστικός, σχολαστικός τι σημαινει, σχολαστικός ορισμός, σχολαστικός translation, σχολαστικός λεξικο, σχολαστικός φιλόσοφος

Συνώνυμα: σχολαστικός

μελετηρός, λόγιος, ιδιότροπος, δυσευχαρίστητος, μικρολόγος, σχολικός, φιλολογικός, εκπαιδευτικός, ακαδημαϊκός, τυπικώτατος, ακριβολόγος

Μεταφράσεις: σχολαστικός

σχολαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pedantic, meticulous, bookish, finicky, fastidious, scholastic

σχολαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
minucioso, meticuloso, pedante, libresco, libresca, estudioso, ratón de biblioteca, bookish

σχολαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diffizil, akribisch, kleinlich, pedantisch, pingelig, genau, spitzfindig, gelehrt, buchsprachlich, bookish, Bücherwurm, Bücher

σχολαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
méticuleux, soigneux, soigné, doctoral, scrupuleux, pédant, tatillon, minutieux, livresque, livresques, studieux, studieuse, bookish

σχολαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
meticoloso, minuzioso, libresco, libresca, bookish, amante dei libri

σχολαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estudioso, livresco, livresca, bookish, estudiosa

σχολαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boekachtig, bookish, leesgraag, schoolse, boekenwurm

σχολαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мелочный, талмудический, педантичный, въедливый, талмудистский, филигранный, дотошный, скрупулезный, щепетильный, тщательный, книжный, книжное, книжным, книжной, книжная

σχολαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nøyaktig, bookish, akademisk, boklig, Granting of, boklige

σχολαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bookish, boklärd, litterär, bokliga, boklärda

σχολαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saivarteleva, akateeminen, kirjaviisas, bookish, lukuintoinen

σχολαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
boglig, boglige, lærd, bookish, læsende

σχολαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úzkostlivý, pečlivý, puntičkářský, knižní, pedantický, knihomolský, knižní tvar, knihomol

σχολαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
misterny, drobnostkowy, skrupulatny, pedantyczny, staranny, dokładny, drobiazgowy, książkowy, książkowa, bookish, książkowej, książkowe

σχολαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tudálékos, aprólékos, könyvkedvelő, könyvszagú, könyvmoly, könyves, könyvszerű

σχολαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kitapsever, kitap kurdu, edebi, bookish, kitabi

σχολαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
книжковий, книжкова, книг, книжкову, Книжний

σχολαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dhënë pas librave, dhënë pas librave, letrar

σχολαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
педантичен, книгите, книжен, книжното, книжна

σχολαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кніжны, кніжная, кніжную, кнігарню

σχολαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põhjalik, pedantne, kooliõpetajalik, pedantsus, üksikasjalik, raamatuteadmisest, Raamat tark, raamatuliku

σχολαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sitničav, sitničar, pedantan, cjepidlaka, knjiški, knjiškog, knjiško, knji

σχολαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bookish, bókhneigður

σχολαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
knyginis, knyginės, Knygų, mokytas, Book trade

σχολαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mācīts

σχολαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
bookish

σχολαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
livresc, livrescă, bookish, livrești, tocilar

σχολαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bookish

σχολαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pedantský, knižnej, knižný, knižné, knižná, knižnú
Τυχαίες λέξεις