Kielto στα ελληνικά
Μετάφραση: kielto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγόρευση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγορεύω, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kieliä στα ελληνικά - εμφαίνω, γιαρμάς, υποδηλώ, σημαίνω, καταδότης, ανακοινώνω, γλώσσες, ...
- kielletty στα ελληνικά - απρεπής, ανάρμοστος, απαγορευμένος, απαγορεύεται, απαγορεύονται, απαγορευμένο, απαγορευμένη
- kieltolaki στα ελληνικά - απαγόρευση, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, την απαγόρευση, απαγόρευση αυτή
- kieltomääräys στα ελληνικά - εντολή, διαταγή, ασφαλιστικών μέτρων, διαταγής, παραλείψεως
Τυχαίες λέξεις
Kielto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγόρευση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγορεύω, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Μεταφράσεις: απαγόρευση, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγορεύω, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως