Απαγορεύω στα φινλανδικά

Μετάφραση: απαγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
torjua, kielto, eittää, sensuroida, saarto, estää, kieltäminen, kieltää, kirkonkirous, evätä, varjelkoon, kieltävät, kiellä, kielletä
Απαγορεύω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαγορεύω

απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω αρχαια, απαγορεύω english, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, απαγορεύω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • απαίτηση στα φινλανδικά - vaatia, edellyttää, kysyä, pyytää, tivata, tarpeellisuus, tarvita, ...
  • απαγορευμένο στα φινλανδικά - kielletty, kiellettyä, kiellettyjä, kieltänyt, kielletään
  • απαγχονίζω στα φινλανδικά - ripustautua, taito, istua, ripustaa, hirsipuu
  • απαγωγέας στα φινλανδικά - naisenryöstäjä, loitontajalihas, abductor, kaappaaja, kaappaajan
Τυχαίες λέξεις
Απαγορεύω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: torjua, kielto, eittää, sensuroida, saarto, estää, kieltäminen, kieltää, kirkonkirous, evätä, varjelkoon, kieltävät, kiellä, kielletä