Kursori στα ελληνικά
Μετάφραση: kursori, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέρσορας, βέργα, δείκτης, δρομέας, δρομέα, κέρσορα, δείκτη
Μεταφράσεις
- kursailematon στα ελληνικά - σημείο, το σημείο, σημείου, στοιχείο
- kursailla στα ελληνικά - σταθεί σε τελετή
- kurssi στα ελληνικά - τάξη, κλάση, πιάτο, πλεύση, υπάγω, πορεία, φυσικά, ...
- kurtistaa στα ελληνικά - αυλάκι, χαντάκι, pucker επάνω, σουφρώστε τα χείλη σας, σουφρώστε τα χείλη
Τυχαίες λέξεις
Kursori στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέρσορας, βέργα, δείκτης, δρομέας, δρομέα, κέρσορα, δείκτη
Μεταφράσεις: κέρσορας, βέργα, δείκτης, δρομέας, δρομέα, κέρσορα, δείκτη