Λέξη: ζωηρός

Σχετικές λέξεις: ζωηρός

ζωηρός μαθητής της δευτέρας, ζωηρός κυριάκος, ζωηρός αντίθετα, ζωηρός συνώνυμα, ζωηρός μαθητής, ζωηρός μετάφραση, ζωηρός στα αγγλικά

Συνώνυμα: ζωηρός

εύθυμος, φαιδρός, ζων, ζωντανός, άσεμνος, νόστιμος, πικάντικος, ιδιόχυμος, ευκίνητος, σβέλτος, όμορφος, ελκυστικός, τραγανός, εύθραυστος, τσουχτερός, κρύος, σγουρός, μακάβριος, φλογερός, εντυπωτυκός, σφριγηλός, γοργός, ταχύς, γρήγορος, έξυπνος, οξύς, δριμύς, ξύπνιος, κομψός, αρωματώδης, δροσερός, χαρωπός, εγκάρδιος, τσαχπίνης, πεταχτός, καμαρωτός, εύχαρις, ξένοιαστος, ευχάριστος, ελαφρός, αλλέγρος, κεφάτος, τολμηρός, ορμητικός, γεμάτος ζωντάνια, επιδεικτικός, τρελλός, παλλομένος, γερός, χονδρός, καυστικός, σπαραχτικός, δηκτικός, δυνατός, οξύθυμος, σθεναρός, θυμοειδής, συγκλονιστικός, συνταρακτικός, πτητικός, ευεξάτμιστος, εξατμιστός, άστατος, λυγερός, χαριτωμένος, υδραργυρικός, ευμετάβλητος

Μεταφράσεις: ζωηρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vivacious, lively, skittish, perky, snappy, peppy, spirited
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viviente, animado, despabilado, vivo, alegre, perky, gallardo, gallarda, vivaz
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
quirlig, lebhaft, ungebärdig, lebhafte, federnd, munter, lebendig, keck, frechen, perky, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
joyeux, spirituel, réjoui, élastique, enjoué, sémillant, vif, mouvementé, guilleret, vivant, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allegro, desto, vivo, vivace, perky, pimpante, sbarazzino, pimpanti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vívido, vivo, viver, morar, desenvolto, empertigado, alegre, perky, alegres
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
druk, smeuïg, geestig, pittig, levendig, meeslepend, gevat, vurig, snedig, parmantig, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оживленный, бодрый, прыткий, жизнерадостный, подвижный, живой, веселый, заводной, резвый, быстроглазый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
levende, livlig, oppkvikket, munter, kvikke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
levande, alert, livlig, perky, KÄCK, FRAMFUSIG, pigg, pigga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimelias, vauhko, joustava, eloisa, vilkas, pirteä, vikkelä, virkeä, lennokas, elävä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
munter, perky, rapmundet, kry
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
veselý, čiperný, živý, křepký, vytrvalý, čilý, plachý, energický, domýšlivý, zpupný
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rześki, skoczny, wesoły, witalny, narowisty, żwawy, żywy, szampański, płochliwy, strachliwy, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kokett, állhatatlan, élénk, csintalan, szeles, hetyke, huncut
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
canlı, şımarık, perky, neşeli, hoppa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
весь, кокетливий, лайливий, примхливий, живої, живий, живій, веселий, веселе, весела, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjallë, i pafytyrë, pafytyrë, i gjallë, gazmor, pacipë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нахален, закачлив, наперен, надута, наперена
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вясёлы, веселый, вясёлае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nobe, kärmesti, elav, peru, veinpunane, ettearvamatu, tujukas, ülemeelik, Younger, Terhakka, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plašljiv, vedar, veseo, živahan, bezobrazan, samopouzdan, držak
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjörugur, Perky
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vivax
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žvalus, Iecirtīgs, išdidus, pasipūtęs, Dziarski
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iecirtīgs, spītīgs, nekaunīgs, Perky
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
весел, пргава
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
viu, plin de viață, infatuat, perky, obraznic, vioi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koketní, vesele, Ročaj, Živahan
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koketní, živý, plachý, rozmarný, energický
Τυχαίες λέξεις