Lääni στα ελληνικά

Μετάφραση: lääni, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώρος, αρμοδιότητα, τμήμα, κομητεία, τομή, κυριαρχία, έδαφος, επαρχία, περιοχή, διάστημα, νομός, νομών, νομού, νομό
Lääni στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lääketieteellinen στα ελληνικά - ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικής, ιατρικών
  • lääkäri στα ελληνικά - γιατρός, ιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
  • läävä στα ελληνικά - ρίχνω, ξεφορτώνομαι, πετώ, σκουπιδότοπος, χωματερή, ένδειξης σφαλμάτων, χωματερής, ...
  • löntystää στα ελληνικά - τριποδίζω
Τυχαίες λέξεις
Lääni στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώρος, αρμοδιότητα, τμήμα, κομητεία, τομή, κυριαρχία, έδαφος, επαρχία, περιοχή, διάστημα, νομός, νομών, νομού, νομό