Λέξη: πειράζω

Σχετικές λέξεις: πειράζω

πειράζω λεξικό, πειράζω συνωνυμα

Συνώνυμα: πειράζω

ερεθίζω, πικάρω, εξοργίζω, τσαντίζω, σκοτεινιάζω, αστειεύομαι, θολώ, παρενοχλώ, ενοχλώ, πειράζομαι, ανασυναθροίζομαι, ανασυντάσσω, ανασυναθροίζω, εμπαίζω, κινητοποιώ, σκανδαλίζω, δελεάζω, χαριτολογώ

Μεταφράσεις: πειράζω

πειράζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tease, peeve, vex, josh, rile

πειράζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
importunar, molestar, embromar, tome el pelo, se burlan, tomadura de pelo, embrome

πειράζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kokette, quälen, necken, tease, necken sie, hänseln, zu necken

πειράζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
emmerder, mécaniser, taquin, tourmenter, tracasser, assommer, chicaner, picoter, molester, harceler, déranger, coquette, irriter, importuner, agacer, taquiner, allumeuse, taquinez, taquinent

πειράζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
punzecchiare, seccare, irritare, tormentare, stuzzicare, scherzo, presa in giro, prendere in giro, prende in giro

πειράζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despedaçar, arrelia, importunar, arreliar, burlar, amole

πειράζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plagen, plaaggeest, plaag, tease, plaagt

πειράζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
докучать, раздражать, ворсовать, ворсить, подразнить, дразнить, поддразнивать, задира, раздразнить, забияка, помучить, бесить, надоедать, дразнят, поддразнивание, дразнит

πειράζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erte, tease, plage, ertekrok

πειράζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reta, tease, retas, retsticka, retar

πειράζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harmittaa, ilkkua, piruilla, piinata, kiusata, kiusanhenki, härnätä, tease, kammata

πειράζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drille, tease, drillepind, driller, pirre

πειράζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soužit, trápit, dráždit, znepokojovat, pokoušet, zlobit, otravovat, škádlit, obtěžovat, vtipálek, tease, šprýmař

πειράζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
droczyć, dokuczać, drażnić, złośliwiec, kpiarz, docinać, dokucza, Tease

πειράζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötekedik, tease, ugratni, kínoz

πειράζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kızdırmak, alay, muzip, ditmek, baş belâsı

πειράζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чесати, докучати, дражнити, дратувати

πειράζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngas, ngacmoj, vë në lojë, bezdis, gërgas

πειράζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
закачка, нищя, дразня, вбесявам, кардирам

πειράζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дражніць, цвяліць, Дражняць, дражніцца

πειράζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiusama, kraasima, kraakleja, õrritama, kiusupunn, tease, Kammata

πειράζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
golicati, dosađivati, zadirkivati, zafrkavati, tease

πειράζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erta, ögra, stríða, stríða því

πειράζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fatigo

πειράζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
erzinti, kibinti, erzinimas, erzinamas pokštas, erzintojas

πειράζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķircināt, kārst, kaitināt, diedelēt, zobgalis

πειράζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
душманке, закачам, на дело, шега, шегувам

πειράζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șicana, dărăcire, dezlâna, cicăleală, dărăcit

πειράζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tease, Zbadanje, draži, Zadevalo, Nadlegovati

πειράζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vtipálek, vtipkár
Τυχαίες λέξεις