Löytö στα ελληνικά

Μετάφραση: löytö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακάλυψη, εύρημα, ανεύρεση, βρίσκω, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Löytö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • löytäminen στα ελληνικά - ανακάλυψη, εύρημα, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
  • löytää στα ελληνικά - ανεύρεση, κατορθώνω, επιτυγχάνω, εύρημα, χτυπώ, βρίσκω, απεργία, ...
  • maa στα ελληνικά - περιουσία, προσγειώνω, προσγειώνομαι, προσαράσσω, έδαφος, εξοχή, κράτος, ...
  • maa-aines στα ελληνικά - μαγαρίζω, έδαφος, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος
Τυχαίες λέξεις
Löytö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακάλυψη, εύρημα, ανεύρεση, βρίσκω, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη