Λέξη: πελώριος
Σχετικές λέξεις: πελώριος
πελώριος ετυμολογία, πελώριος συνώνυμα, πελώριος σμάραγδος
Συνώνυμα: πελώριος
τεράστιος, παμμέγεθης, υπερμεγέθης, θεόρατος, γιγαντόσωμος, γιγάντειος, μνημειώδης, επιμνημόσυνος, μνημειακός
Μεταφράσεις: πελώριος
πελώριος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
monumental, huge, thumping, gigantic, mammoth
πελώριος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gigante, monumental, inmenso, descomunal, golpes, golpeteo, golpeando, estruendo
πελώριος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungeheuer, gewaltig, unermesslich, ausgedehnt, überdimensional, kolossal, thumping, Pochen, hämmernden, Klopfen
πελώριος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
massif, pyramidal, considérable, gigantesque, énormément, colossal, titanesque, étendu, énorme, ample, géant, immense, monumental, vaste, sourd, battant, battement, battements, bruit sourd
πελώριος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monumentale, enorme, gigantesco, vasto, immenso, martellante, batteva forte, thumping, batteva, battito
πελώριος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espaçoso, amplo, imenso, vasto, gigantesco, apertar, estreitar, abraço, extenso, que bate, batendo, bater, thumping, desviavam
πελώριος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monumentaal, reusachtig, royaal, gigantisch, groot, immens, geweldig, kolossaal, uitgebreid, ruim, breedvoerig, enorm, dreunende, thumping, dreunende voetstappen, bonkende
πελώριος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гигантский, огромный, необъятный, могущественный, монументальный, ошеломляющий, обширный, изумительный, мощный, необычайный, грандиозный, увековечивающий, сильный, громадный, просторный, колотилось, стук, билось, стучало
πελώριος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veldig, kjempestor, dunk, dundrende, dunkende, thumping
πελώριος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ofantlig, väldig, enorm, dunkande, thumping, mullrande, bultande, kolossala
πελώριος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suunnaton, avara, iso, valtaisa, laaja, hurja, valtava, mahtava, thumping, Jykevä, iskevän, jykevän
πελώριος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dundrende, hamrende, sangens, dunkende, pumpende
πελώριος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
enormní, obrovský, nesmírný, monumentální, ohromný, velikánský, obrovitý, fantastický, dunění, bušilo, bušení, kolosální
πελώριος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomnikowy, straszny, olbrzymi, ogromny, monumentalny, bębnienie, cholerny, thumping, dudniący, waliło
πελώριος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mérhetetlen, nagyarányú, szerfölötti, temérdek, monumentális, öklöző, ütő, dübörgő, dobogó, dobogott
πελώριος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çok büyük, dinlediğiniz, kocaman, atışlarınızı hızlandıracak, bir çok büyük
πελώριος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монумент, пам'ятник, величезний, велетенський, величезна, величезне, величезну
πελώριος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i jashtëzakonshëm, jashtëzakonshëm
πελώριος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огромен, силен, тропане, биеше, блъскане
πελώριος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
велічэзны, вялізны, велізарны, вялікі, велічэзная
πελώριος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mälestus, monumentaalne, hiigelsuur, suurejooneline, tohutu, väristavat, meeletuid, trummeldava, järkäle, kloppis metsikult
πελώριος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
silan, veliku, velik, ogroman, golem, spomenički, monumentalan, lupanje, udaranje srca, vrlo velik, govorenje
πελώριος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afarstór, thumping
πελώριος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ingens
πελώριος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
didžiulis, milžiniškas, Bębnienie, pašėlusiuose, Aiškų
πελώριος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smags, masīvs, milzīgs
πελώριος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ораторство, снажниот, огромен, силно да ù бие
πελώριος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uriaş, uriaș, thumping, înăbușit, tresarirea, bătându
πελώριος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
monumentální, udarjalo, tolkel, bitje nojega
πελώριος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obrovský, ohromný, fantastický, Vynikajúce, fantastické