Laipio στα ελληνικά
Μετάφραση: laipio, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταβάνι, διάφραγμα, στεγανών, διαφράγματος, διαφραγμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lainsäätäjät στα ελληνικά - νομοθέτες, νομοθετών, οι νομοθέτες, τους νομοθέτες, νομοθέτη
- lainvastainen στα ελληνικά - φυγάς, παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομες, παράνομων
- laiska στα ελληνικά - δυσκίνητος, μαλθακός, τεμπέλης, μαχμουρλής, αργόσχολος, νωχελής, άτονος, ...
- laiskotella στα ελληνικά - πραγματάκι, χασομερώ, τεμπελιάζω, laze, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Τυχαίες λέξεις
Laipio στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταβάνι, διάφραγμα, στεγανών, διαφράγματος, διαφραγμάτων
Μεταφράσεις: ταβάνι, διάφραγμα, στεγανών, διαφράγματος, διαφραγμάτων