Λέξη: μυϊκός
Σχετικές λέξεις: μυϊκός
μυϊκός τόνος, μυϊκόσ όγκοσ, μυϊκός τρόμος, μυϊκός πόνος στο στήθος, μυϊκός ιστός, μυϊκόσ κάματοσ, μυϊκός πόνος στην πλάτη, μυϊκός σπασμός, μυϊκός τραυματισμός, μυϊκός πόνος
Συνώνυμα: μυϊκός
μυώδης, δυνατός
Μεταφράσεις: μυϊκός
μυϊκός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
muscular, muscle, murine
μυϊκός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
muscular, musculoso, musculares, muscular de, musculosa
μυϊκός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
muskulös, Muskel, muskulösen, muskuläre, muskulöse
μυϊκός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
musculaire, musclé, musculeux, musculaires, musclée, muscles
μυϊκός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muscolare, muscoloso, nerboruto, muscolari, muscolo, muscolosa
μυϊκός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
muscular, musculoso, musculares, muscular de
μυϊκός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gespierd, gespierde, spier, spieren, musculaire
μυϊκός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мускульный, сильный, здоровенный, мышечный, мускулистый, Мускулистое, мышечной, Мускулистое Насколько
μυϊκός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
muskuløs, muskulær, muskuløse, muskel
μυϊκός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
muskulär, muskel, muskulös, muskulösa, muskulöst
μυϊκός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
roteva, vahva, voimakas, lihaksikas, lihasten, lihaksikkaat, lihas-, lihasvoima
μυϊκός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
muskuløs, muskulære, muskelkraft, muskuløse, muskulær
μυϊκός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svalový, svalnatý, svalová, svalnaté, svalové, svalnatá
μυϊκός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
muskularny, mięśniowy, mięśni, muskularne, umięśnione
μυϊκός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
izmos, erős, izomereje, muscular
μυϊκός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kas, kaslı, müsküler, musküler
μυϊκός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слюда, м'язовий
μυϊκός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
muskuloz, muskulor, muskulare, muskujve, të muskujve
μυϊκός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мускулест, мускулен, мускулна, мускулната, мускулно
μυϊκός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цягліцавы, мышачнай, мышачны, цягліцавая
μυϊκός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lihaseline, lihaste, lihaselised, lihasenergia, lihase
μυϊκός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mišićav, mišićni, mišićna, mišićnu, mišićne
μυϊκός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vöðvastæltur, vöðva, vöðvamikill, vöðvum, máttleysi í
μυϊκός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raumenų, raumeningas, raumeningos, raumeninga, raumenis
μυϊκός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muskuļains, muskuļu, muskuļots, muskuļotas, muskuļos
μυϊκός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мускулести, мускулна, мускулесто, мускулни, мускулест
μυϊκός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
muscular, musculare, musculară, musculara, musculos
μυϊκός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
muscular, mišična, mišično, mišični, mišičasta
μυϊκός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
svalnatý