Linnoitus στα ελληνικά
Μετάφραση: linnoitus, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχύρωση, οχυρό, φρούριο, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
Μεταφράσεις
- linnoittaa στα ελληνικά - ενδυναμώνω, καρδαμώνω, οχυρώσουν, εμπλουτισμό, ενισχύσουν, ενισχύουν, οχυρώσει
- linnoittautua στα ελληνικά - ενδυναμώνω, καρδαμώνω, εδραιώσει, περιχαρακώσει, εδραιώσουν, εδραίωση, κατοχύρωση
- linnunpoika στα ελληνικά - κοτοπουλάκι, κόμματος, πουλάκι, νεοσσός, φωλιάζει, που φωλιάζει, μαζεμένα
- linnunsiipi στα ελληνικά - φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Τυχαίες λέξεις
Linnoitus στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχύρωση, οχυρό, φρούριο, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
Μεταφράσεις: οχύρωση, οχυρό, φρούριο, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού