Οχυρό στα φινλανδικά

Μετάφραση: οχυρό, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
linnoitus, linnake, stronghold, linnoituksen, tukikohta
Οχυρό στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οχυρό

οχυρό του ρούπελ, οχυρό ιστίμπεη, οχυρό μασάντα, οχυρό ραφήνας, οχυρό λίσσε, οχυρό λεξικό γλώσσας φινλανδικά, οχυρό στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • οχετός στα φινλανδικά - hormi, kuivatus, viemäri, valutus, salaojitus, vako, kanava, ...
  • οχιά στα φινλανδικά - lisääjä, laskukone, kyy, kyykäärme, Viper, kyykäärmeen
  • οχύρωση στα φινλανδικά - linnoitus, varustus, fortification, linnoituksen, väkevöidyn, täydentämisen
  • ούγια στα φινλανδικά - ääri, hameenhelma, helma, lieve, päärme, hulpio, reuna, ...
Τυχαίες λέξεις
Οχυρό στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: linnoitus, linnake, stronghold, linnoituksen, tukikohta