Lisääntyminen στα ελληνικά
Μετάφραση: lisääntyminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lisää στα ελληνικά - πια, πλέον, περισσότερο, πιο, περισσότερα, περισσότερες, περισσότερους
- lisääjä στα ελληνικά - οχιά, αθροιστής, αθροιστή, Adder, Προσαύξηση, Ο αθροιστής
- lisääntymiskyvytön στα ελληνικά - στείρος, άγονος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
- lisääntynyt στα ελληνικά - μεγάλος, αυξημένη, αυξημένο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, αυξημένες
Τυχαίες λέξεις
Lisääntyminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει