Luento στα ελληνικά
Μετάφραση: luento, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλεξη, μιλώ, ομιλία, νουθετώ, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας
Μεταφράσεις
- lovi στα ελληνικά - χάσμα, αυλάκι, βαθουλώνω, εντομή, αυλακώνω, σχισμή, τσεκουριά, ...
- luennoitsija στα ελληνικά - αναγνώστης, υφηγητής, λέκτορας, καθηγητής, διδάσκοντος, ομιλητής, Λέκτορα
- luetella στα ελληνικά - απαριθμώ, απαριθμήσει, απαριθμήσω, απαριθμούν, απαριθμηθούν
- luettava στα ελληνικά - έκδηλος, ελευθερώνω, εναργής, διαυγής, ευανάγνωστος, αναγνώσιμος, αναγνώσιμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Luento στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλεξη, μιλώ, ομιλία, νουθετώ, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας
Μεταφράσεις: διάλεξη, μιλώ, ομιλία, νουθετώ, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας