Λέξη: πρόλογος

Σχετικές λέξεις: πρόλογος

πρόλογος διδακτορικού, πρόλογος στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, πρόλογος έκθεση, πρόλογος ομιλίας, πρόλογος για ρατσισμό, πρόλογος εργασίας, πρόλογος διπλωματικής εργασίας, πρόλογος άρθρου, πρόλογος βιβλίου κουφοντίνα, πρόλογος πτυχιακής

Συνώνυμα: πρόλογος

προϋπόθεση, υπόθεση, πρόταση, προοίμιο, εισαγωγή, αιτιολογική έκθεση

Μεταφράσεις: πρόλογος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preface, preamble, foreword, prologue, a prologue
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encabezamiento, prólogo, prefacio, preámbulo, Introducción, Preámbulo, el prólogo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorwort, einleitung, präambel, Vorwort, Geleitwort, Vorrede, Vorworts
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
préambule, préface, prologue, introduction, avant-propos, préfacé
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preambolo, prefazione, Premessa, introduzione, Sezione preliminare, prologo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preexistir, prefácio, prólogo, preâmbulo, Introdução, Apresentação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorwoord, voorbericht, introductie, voorrede, inleiding, Woord vooraf, voorwoord van, het voorwoord
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
введение, снабжать, пролог, предисловие, вступление, предисловии, Вступительное слово, предисловием, предисловия
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forord, forordet, Innledning
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
företal, förord, förordet, Inledning, förtext, Foreword
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saatesanat, esipuhe, esinäytös, johdanto, alkulause, esipuheessa, esipuheen, alkusanoja, Foreword
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forord, indledning, Forord, forordet, Foreword, Indledning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úvod, předmluva, Úvodní slovo, Předmluvu, předmluvě, E Předmluva
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nagłówek, prolog, wstęp, przedmowa, prefacja, preambuła, przedsłowie, słowo wstępne, przedmowie, przedmową
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
indokolás, előszó, előszavában, előszót, előszóban, Előszó A
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başlangıç, önsöz, önsözü, foreword, önsözünde, önsözün
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чепуритись, чепуритися, проповідь, передмову, Передмова, Предисловие
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parathënie libri, Parathënia, parathënien, hyrëse
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предисловие, предговор, Предисловие, предговора, Увод
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прадмова, прадмову, прадмове
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eessõna, eessõnas, sissejuhatuses, eessõnaga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predgovor, preambula, uvod, predgovoru, uvodna riječ, predgovora, Uvodna
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
formáli, Formáli, formála, Inngangsorð, inngangur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pratarmė, pratarmėje, įžangoje, įžangą, Prakalba
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
priekšvārds, priekšvārdā, priekšvārdu, priekšvārdā ir, Priekšvārds Priekšvārdā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предговорот, предговор, со предговор, Предисловие Артиклите во, Предговор од
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prefață, Cuvânt înainte, prefata, prefața, Cuvânt înainte adresat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úvod, preambule, predgovor, uvodnik, predgovoru, spremna beseda, foreword
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úvod, predhovor, preambule, predslov, Úvod, Úvodné slovo, předmluva

Στατιστικά δημοτικότητας: πρόλογος

Τυχαίες λέξεις