Luonto στα ελληνικά

Μετάφραση: luonto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιβάλλον, φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
Luonto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • luontevuus στα ελληνικά - ευχέρεια, ευκολία, savoir, σαβουάρ, το savoir, του savoir
  • luonti στα ελληνικά - δημιουργία, Δημιουργήστε, Δημιουργία, δημιουργήσετε, Δημιουργήστε το, να δημιουργήσει
  • luontua στα ελληνικά - επιτυγχάνω, πετυχαίνω, αποδεικνύονται, αποδειχθεί, αποδειχθούν, να αποδειχθεί, αποδειχθεί ότι
  • luopio στα ελληνικά - προδότης, αποστάτης, λιποτάκτης, αποστάτες, αποστάτη, αρνησίθρησκος
Τυχαίες λέξεις
Luonto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιβάλλον, φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση