Määrite στα ελληνικά

Μετάφραση: määrite, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, αναπληρωτής, τροποποιητής, τροποποιητή, τροποποίησης, τροποποιητού, του τροποποιητή
Määrite στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mäyrä στα ελληνικά - ασβός, παρενοχλώ, ασβού, badger, ασβών, ασβό
  • määre στα ελληνικά - πρόκριση, αναπληρωτής, αποδίδω, συμπλήρωμα, ιδιότητα, προκριματικά, qualifier, ...
  • määritellä στα ελληνικά - οροθετώ, προσδιορίζω, σκιαγραφώ, υπολογίζω, καθορίζω, διατυπώνω, οριοθετώ, ...
  • määritelmä στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
Τυχαίες λέξεις
Määrite στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, αναπληρωτής, τροποποιητής, τροποποιητή, τροποποίησης, τροποποιητού, του τροποποιητή