Mädättää στα ελληνικά

Μετάφραση: mädättää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακμή, φθορά, παρακμάζω, αποσυνθέτω, σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Mädättää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mädännäisyys στα ελληνικά - διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
  • mädäntyä στα ελληνικά - σαπίζω, αποσυνθέτω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, ...
  • mädätä στα ελληνικά - φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίζω, αποσύνθεση, αποσύνθεσης, φθορά των
  • mäjähtää στα ελληνικά - παχουλός, τροφαντός, γροθιά, γδούπος, πλήγμα, χτυπούν, χτυπιούνται
Τυχαίες λέξεις
Mädättää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακμή, φθορά, παρακμάζω, αποσυνθέτω, σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν