Λέξη: ρευστοποίηση

Σχετικές λέξεις: ρευστοποίηση

σπερμοδιάγραμμα ρευστοποίηση, ρευστοποίηση εδάφους, ρευστοποίηση υαλοειδούς, ρευστοποίηση κλίνης σωματιδίων, ρευστοποίηση ομολόγου, ρευστοποίηση μετοχών, ρευστοποίηση του εδάφους, ρευστοποίηση περιουσίας

Συνώνυμα: ρευστοποίηση

χώνευση μετάλου, αντιοξειδικό μέσο, εκκαθάριση, ρευστοποίηση οικονομικά, πραγματοποίηση, συναίσθηση, αντίληψη, υγροποίηση

Μεταφράσεις: ρευστοποίηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
liquidation, realization, liquefaction, liquidation of, fluidization
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
liquidación, la liquidación, de liquidación, liquidación de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschäftsauflösung, tilgung, abwicklung, Liquidation, Auflösung, Liquidierung, Liquidations, Abwicklung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
liquidation, purge, la liquidation, de liquidation, une liquidation, liquidation de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
liquidazione, di liquidazione, liquidation, la liquidazione, della liquidazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liquidação, de liquidação, a liquidação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уничтожение, ликвидация, искоренение, уплата, избавление, ликвидации, ликвидацию, ликвидационная, ликвидационной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avvikling, likvidasjon, likvide, likvidering, avviklingen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
likvidation, avveckling, likvidations, likvidationen, likvida
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selvitys, suoritus, pesänselvitys, yrityksen selvitystila, selvitystila, selvitystilaan, selvitystilassa, selvitystilan, selvitystilasta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
likvidation, afvikling, afviklingen, konkurs, likvidationen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zlikvidování, likvidace, likvidaci, likvidační, likvidací
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
likwidacja, likwidacji, likwidację, upłynnienia, likwidacją
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszámolás, lebonyolítás, felszámolási, felszámolás alatt, likvidációs, felszámolást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tasfiye, tasfiyesi, likidasyon, Liquidation
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліквідаційний, ліквідування, ліквідація, ліквідацію
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
likuidim, likuidimit, likuidimi, likuidimin, i likuidimit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ликвидация, ликвидацията, ликвидационен, ликвидационната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліквідацыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
likvideerimine, likvideerimise, likvideerimisel, likvideerimist, likvideeritava
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
likvidacija, likvidacije, likvidaciju, likvidacioni, likvidacijsku
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slit, skiptameðferð, gjaldþrotaskipta, félagsslita, gjaldþrotaskipti
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
likvidacija, likvidavimo, likvidavimas, likvidavimą, likviduoti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
likvidācija, likvidācijas, likvidāciju, likvidēšana, likvidēšanu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ликвидација, ликвидациона, ликвидацијата, ликвидационата, на ликвидација
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lichidare, de lichidare, lichidarea, lichidării, lichidarii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
likvidacija, likvidacije, likvidacijo, likvidaciji, likvidacijska
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
likvidácia, likvidácie, likvidáciu, likvidácii, likvidáciou
Τυχαίες λέξεις