Meno στα ελληνικά

Μετάφραση: meno, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχωρώ, δαπάνες, προοδεύω, προκαταβάλλω, πρόοδος, έξοδα, δαπάνη, προβαίνω, εξέλιξη, μετάβαση, θα, πρόκειται, πηγαίνει, συμβαίνει
Meno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mennyt στα ελληνικά - παρελθόν, περασμένος, χαμένος, Πηγαίνουν, φύγει, Gone, πάει
  • mennä ohi στα ελληνικά - πέρασμα, πέφτω, στενά, ξεπερνώ, περνώ, υπερακοντίζω, παραδρομή, ...
  • menot στα ελληνικά - χρέωση, τελετή, δαπάνες, εθιμοτυπία, δαπάνη, δαπανών, τις δαπάνες, ...
  • mentaliteetti στα ελληνικά - νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, η νοοτροπία, νοοτροπία του
Τυχαίες λέξεις
Meno στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχωρώ, δαπάνες, προοδεύω, προκαταβάλλω, πρόοδος, έξοδα, δαπάνη, προβαίνω, εξέλιξη, μετάβαση, θα, πρόκειται, πηγαίνει, συμβαίνει